Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

Πηνελόπη ΙΙΙ

Γνωρίζει πια πως
δεν είναι οι ανόητες Σειρήνες
που τραγουδούν νομίζοντας πως κάνουν τέχνη
ούτε η γερασμένη Κίρκη
με τον πόθο
καταχωνιασμένο σε ασκούς για πάντα σφραγισμένους
ούτε κάποια κακομαθημένη Ναυσικά
εγκλωβισμένη σε λάθος ηλικία
με άσπρες κάλτσες και φουστάνια παιδικά.
Ούτε οι Λαιστρυγόνες και οι Λωτοί είναι αυτοί
που τον κρατούν μακριά της.
Ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους.
Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
το τελευταίο μήνυμά της θα μείνει αναπάντητο,
δεν θα ξαναμιλήσουν πια,
η λογική του υπαγορεύει να μείνει μακριά της,
παντού ολόγυρά της
μνηστήρες πίνουν μπύρες
κυλιούνται σαν λιοντάρια στην αρένα
αρσενικά που οσμίζονται τον πόθο
και με τα βέλη τους ορίζουνε τον χώρο.
Και ο Οδυσσέας;
Δεν τον θυμάται πια η Πηνελόπη.
Μόνο πως με έναν άγνωστο κοιμήθηκε ένα βράδυ
Και όταν τον ρώτησε ποιος είναι
αυτός απάντησε: «Ο Κανένας».

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Σε φιλώ

"Σε"
όπως μετάβαση
απ' τα τέσσερα στα δύο
ισιώνει η ραχοκοκκαλιά
ψήνω πια το κρέας που θα φάω,
στο προσφέρω
και σε ψηλαφώ.
Υπάρχεις.
Έξω από μένα.
"Σε"
όπως εσύ,
ένα άλλο πλάσμα που κρυώνει και φοβάται.
Κι ύστερα αιώνες μοναξιάς
ώσπου να ξεπροβάλλει το ρήμα,
πρωτόγονο και σκεβρωμένο στην αρχή
καθώς περπατάει όμως αλλάζει
τεντώνεται και ορθώνεται στον χρόνο.
"Φιλώ".
Και η συμπαντική τους ένωση.
Που άλλαξε τον κόσμο.

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Η κιβωτός

«Θέλω» της είπε «να φτιάξω μία κιβωτό.
Θα κλείσω μέσα σε ζευγάρια όλα τα είδη της αγάπης μου.
Τα παχύδερμα απογεύματα χωρίς εσένα
που περπατούν αργόσυρτα
τινάζοντας τις προβοσκίδες στον αέρα
τις αγριόχηνες των φιλιών
που ποτέ δεν άγγιξαν τα χείλη μου
τις λαίμαργες ύαινες του πόθου μου
τους σκορπιούς της απουσίας σου».
Αυτή χαμογελούσε τρυφερά, όπως νανουρίζουμε τον πόνο.
«Αχ εσείς οι ποιητές», αναστέναξε βαθιά,
με τα μαυσωλεία ποιήματα κοροϊδεύετε τον χρόνο».
Έβγαλε το μαύρο της φουστάνι,
κι όλο το τώρα κύλησε μεταξωτό στο πάτωμα.
Και ύστερα τον οδήγησε στην πιο αρχαία κιβωτό,
στο ολόγυμνό της σώμα.

Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Λίλιθ και Εύα

Όχι η Εύα, η Λίλιθ.
Αυτή κυλιέται στο σκοτάδι
γυμνή και ανασαίνει
στην πηχτή λίμνη με τους βάτραχους
αυτή είναι Άρπυια και δαίμονας και Γάτα
αυτή ξεσκίζει, καταστρέφει και τρελαίνεται.
Όχι λοιπόν την μαλακή πειθήνια Εύα
με το κορμί ροδάκινο
αλλά την Λίλιθ
εκείνη την αλλοπαρμένη,
που έχει δυο μισά φεγγάρια μοναξιάς στο στήθος
και ξεριζώνει με ένα μαχαίρι την καρδιά
για να γράψει με το αίμα της στους τοίχους
κι ύστερα γίνεται ένα κουβάρι μήλο
και κατακόκκινη κυλάει στα σκοτάδια
την Λίλιθ του Κάτω Κόσμου που γερνά.
Αυτήν πρέπει πρώτα να γνωρίσεις.
Αν όπως λες, μπορείς και μ’ αγαπάς.

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Η μικρή Γκρέις (Η Αλεπού και ο κόκκινος χορός, Γαβριηλίδης २००९)

Η μικρή Γκρέις
ζει ακόμα εδώ
με άσπρο φόρεμα φουρό
μαύρα λουστρίνια για παπούτσια
και καστανά μπουκλάκια στα μαλλιά.
Πιπιλάει το δάχτυλό της.
Τις νύχτες σέρνεται στις σκοτεινές γωνίες
γλιστράει κάτω από το πάπλωμα σαν φίδι
οι εραστές πετιούνται πάνω τρομαγμένοι
στο χέρι κρατάει ένα κερί και τους φωτίζει
φεύγουν στο τέλος κάθιδροι από φόβο
και πίσω τους διπλοκλειδώνει
την δρύινη πόρτα της καρδιάς μου.
Πότε θα μεγαλώσεις μικρή Γκρέις
πέρασαν κιόλας τριάντα χρόνια από τότε
οι μάσκες δεν ουρλιάζουν πια τα βράδια
το βαλσαμωμένο ελάφι δεν κουνάει τα κέρατά του
ο άνθρωπος σκιά δεν θα ξανάρθει
κανείς δεν θα βάψει κόκκινο
το λευκό σου νυχτικό.
Όταν έτσι της μιλώ
κλαίει με κοφτά αναφιλητά
νομίζει ότι θα φύγω.
Ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψω, ψιθυρίζω
και της χαϊδεύω τα μαλλιά
ενώ αυτή θηλάζει το αίμα των καρπών μου.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Πού πάνε τα ποιήματα

Πετούν διστακτικά απ’ το παράθυρο,
μετεωρίζονται για λίγο σε καθρέφτη ουρανό
κι ύστερα γέρνουν τις μαύρες τους φτερούγες
και ακολουθούν την κατακόρυφη πορεία προς τα κάτω.
Μόνο σπάνια
κάποιο απ’ αυτά ξεγελάει τον νόμο της βαρύτητας
και προλαβαίνει να σε αγγίξει
εκεί κοντά στο στόμα
πριν γκρεμιστεί για πάντα μες στην άβυσσο.

Γι αυτό το ένα ποίημα γράφω ακόμα.

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Η γυναίκα που ταξίδευε

Της αρέσει να ταξιδεύει. Να μπαίνει μέσα σε ένα λεωφορείο, σε ένα τρένο, σε έναν άνθρωπο. Να μπαίνει μέσα από τα μάτια του και να κυλάει κατευθείαν στο σκοτεινό δωμάτιο μέσα του.
Έχει μάθει πως σε κάθε άνθρωπο υπάρχει ένα σκοτεινό δωμάτιο με ελαστικά τοιχώματα, πως αν έχει μαζί της έναν μικρό καθρέφτη μπορεί να δει την αντανάκλαση του δικού της δωματίου. Να ακούσει το λάκτισμα του μικρού τέρατος που την κατοικεί.
Ξέρει για το ζώο των ανθρώπων. Οι περισσότεροι τα έχουν αλυσοδεμένα στα μικρά σκοτεινά τους δωμάτια. Υπάρχουν κι άλλα που αλωνίζουν ελεύθερα και κατασπαράζουν στο τέλος τους ανθρώπους μέσα στους οποίους ενεδρεύουν.
Θέλει να γνωρίσει τα ζώα των άλλων. Μερικά την αφήνουν να πλησιάσει, άλλα της κόβουν κομμάτια, όμως αυτή λαχταράει να τα εξημερώσει και να τα γνωρίσει. Ελπίζει έτσι να γνωρίσει και να εξημερώσει το δικό της ζώο.
Τώρα είναι νύχτα και ταξιδεύει με ένα λεωφορείο. Έξω βλέπει τα ακαθόριστα σχήματα της νύχτας να γίνονται πελώριοι γίγαντες, οι πατούσες τους απειλούν να συνθλίψουν το λεωφορείο. Μέσα στο λεωφορείο όλοι κοιμούνται, τα μάτια της νύχτας αργοσβήνουν, ένας ολόκληρος πλανήτης κοιμάται μέσα στο ανθρώπινο σκοτάδι μιας περιρρέουσας θλίψης.
Σκέφτεται την στιγμή της συνάντησης. Τα χέρια του γύρω της, αυτόν μέσα της. Η μόνη στιγμή εξημέρωσης, το μόνο άγγιγμα, τότε που τα ζώα και των δύο γίνονται μαύρα άλογα, στιλπνά, βελούδινα άλογα και καλπάζουν μέσα κι έξω και υπάρχουν ανοιχτές διελεύσεις και οι πόρτες ανοίγουν κι ύστερα τα ζώα γίνονται μικρά μανιτάρια, φωλιάζουν αγκαλιά και κοιμούνται μέσα σε μία χούφτα, στην παλάμη ενός ανθρώπινου χεριού.
Το ζώο μέσα της πεινάει και την πονάει. Το νιώθει να τεντώνει το αιλουροειδές κορμί του, να οσφραίνεται ανήσυχο τον αέρα. Μυρίζει από μακριά το ζώο του άλλου που την περιμένει, καραδοκεί ανήσυχο, προαισθάνεται, δεν θέλει να ενωθεί, λαχταράει να ενωθεί, φοβάται, γυρνάει γύρω γύρω στο σκοτεινό δωμάτιο, ανησυχεί για τον χώρο του, δυσπιστεί για την κατάληψη, θέλει να αδράξει και να μπήξει τα δόντια του στο άλλο ζώο, αυτό που περιμένει στον προορισμό. Το ζώο μέσα της είναι λειψό, έχει μία τρύπα στην θέση της καρδιάς, θέλει να χαϊδευτεί, να γείρει το κεφάλι του, να μην νιώθει τόσο μόνο, τόσο τέρας, τόσο σκοτεινό.
Το ζώο μέσα στον άντρα που την περιμένει είναι ανήσυχο. Κλωτσάει με όλη του την δύναμη, ο άντρας είναι ήδη κουρασμένος. Το ζώο του είναι πιο εκπαιδευμένο, λιγότερο απαιτητικό. Του αρκεί να ζευγαρώνει, μία αρχέγονη ιεροτελεστία μικρής διάρκειας. Ύστερα γυρνάει μέσα στην φωλιά και κλαίει μόνο.
Στην γυναίκα αρέσει να ταξιδεύει. Μέσα στο σκοτάδι της. Στο σκοτάδι των άλλων. Μέχρι να την καταβροχθίσουν. Το ζώο της. Τα ζώα των άλλων.

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Δύο ποιήματα-

μισή

δύο χέρια, δύο πόδια
μάτια, στήθη, πνεύμονες
νεφρά, αυτιά
όλα διπλά.
Όμως μισή.
Μόνο στην αγκαλιά του.
Ολόκληρη.

Φωτογραφία
ΙΙ

Συμβαίνει αυτό συχνά.
Απλώς δεν το παρατηρούμε.
Στις φωτογραφίες ανθρώπων που αγαπήσαμε
που ακόμα αγαπάμε.
Σιγά σιγά φυλλοροούν.
Ερημώνουν.
Χάνουν το χρώμα, την λάμψη τους
γίνονται ασπρόμαυρες.
Βαθμιαία το περίγραμμα εξασθενεί
τα χαρακτηριστικά αλλοιώνονται
πολλές φορές τα πρόσωπα αποχωρούν
μένει μόνο ένα κουστούμι, μία φούστα
να θυμίζει την παρουσία που υπήρξε.
Μόνο η δική σου φωτογραφία
(ξέρεις, αυτή που δεν βγάλαμε ποτέ)
είναι ακόμα ζωντανή

η αφή της αχνίζει
στα δάχτυλά μου.

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Δύο πρόσφατα ποιήματα Η Τερέζα και άλλες ιστορίες και Το κορμί

H Τερέζα και άλλες ιστορίες

«Γεια σου Τερέζα» ,με χαιρέτησε.
«Δεν με λεν Τερέζα»,του απάντησα.
Γύρω οι καπνοί Πυθίας σε ένα μπαρ
από τσιγάρα και αλκοόλ
πνίγουν έναν Οιδίποδα που κλαίει
καθώς μοναχικά πίνει στον πάγκο.
Γνωρίζει πια το όνομα, το μυστικό.
«Κανένα πρόβλημα», είπε αυτός ατάραχος
(φορούσε δερμάτινο μπουφάν),
«ζούμε τον βεζούβιο της στιγμής
για τώρα, για απόψε,
θα σε λεν Τερέζα».
Ήταν κι αυτό ένα όνομα.
Βολεύτηκα μέσα του
όπως σε μαύρο καναπέ
στην αίθουσα αναμονής του ψυχιάτρου.
Δεν ρώτησα τίποτε.
Αργότερα μου εκμυστηρεύτηκε.
Εκείνο το βράδυ
με ερωτεύτηκε.
Εμένα που με λεν Τερέζα.
Μία πόρνη με δαντελωτά εσώρουχα.
Όταν στα δέκα έξι
έκανε για πρώτη φορά έρωτα με γυναίκα.


Το κορμί

Θυμάμαι την διαδρομή
το πώς κατέβηκα επάνω σου
όπως σε πίστα πατινάζ
το ταξίδι πάνω στο κοφτερό γυαλί
τις αλλεπάλληλες περιδινήσεις
γύρω από τον πυρήνα ενός σύμπαντος που τρέμει
την δική σου τέλος επιστροφή
στο αχνιστό σπίτι με τον μαύρο κύκνο
από όπου όλοι ξεκινάμε.
Και όλο και πιο ξεκάθαρα
καθώς περνάει ο καιρός

το κορμί σου.

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

Αισιοδοξία

Αισιοδοξία

Θα ξαναβρεθούμε κάποτε.
Θα φοράς το πρόσωπό σου
και την γκρίζα καμπαρντίνα,
θα φυσάει ανάλαφρα
όπως σ’ εκείνη μας την βόλτα
(θα περπατάς στο κάτω πεζοδρόμιο
κι εγώ πάντα στο πάνω
για να μπορώ λιγάκι να σε φτάνω).
ασφόδελοι θα πετούν ανάμεσά μας
τα αρχαία ερείπια
θα γεμίσουν γύρη
μια πάχνη θα σκεπάσει το φιλί μας.
Τα χείλη σου ζεστά.
Ύστερα εσύ δεν- θα τελειώσει αυτό
Κι εγώ δεν- θα φύγει αυτό
δεν θα σου στείλω μήνυμα
ότι δεν θέλω να σε χάσω
(ο αέρας πάντα παρασέρνει τα μηνύματα
γι αυτό άδεια φύλλα σέρνονται στους δρόμους)
στην Ανταρκτική λιώνει ένας σβώλος χιόνι
κι αλλού μία ήπειρος βουλιάζει στο κενό.
Στην αρχαία αγορά ένας άντρας, μια γυναίκα
περπατούν χαρούμενοι
ανυποψίαστοι για ό, τι θα συμβεί.

ενοχή

Ενοχή

Ένοχη, το ομολογώ.
Το τελευταίο ποίημα το έγραψα για σένα.
Ελαφρυντικά μου η βροχή,
τα ατέλειωτα τσιγάρα, το αλκοόλ
ίσως και το κορμί σου
ως ανάμνηση αυτού που δεν υπήρξε.
Στην πραγματικότητα έγραφα για τα άλλα
για εκείνη την ιστορία με τον Κήπο, τα μήλα
την εκδίωξη
για το ότι δεν τόλμησες
δεν έμαθες
δεν ρώτησες.
Κι έτσι χθες βράδυ, το ομολογώ
για σένα έγραψα έναν στίχο
γυμνό και λυπημένο
σ’ αυτό το μουτζουρωμένο πάντα ημιτελές
ποίημα της ζωής μου.

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Οι συμπτώσεις

Σύμπτωση πρώτη ότι βρεθήκαμε
στην ίδια φέτα του χρόνου και του τόπου
είχαμε χάσει και οι δύο Γενέθλια γη
ο καθένας είχε κάνει ένα ταξίδι
οι πρόγονοί μας κυλούσαν μες τον χρόνο
τρέχοντας σκυφτοί και μαλλιαροί.
Σύμπτωση δεύτερη ένα σπίτι ταξιδεύει
μία πόρτα κλείνει, ένα σώμα αποχωρεί
ένας άντρας δεν θέλει να χάσει πάλι
μία γυναίκα με μαύρο κότσο
χωρίς πόδια, χωρίς χέρια
ζωγραφίζει έναν άντρα που προδίδει,
ένας άντρας χωρίς αυτί
ζωγραφίζει μία γυναίκα που φεύγει,
μία γυναίκα γράφει για έναν Κώστα που εγκαταλείπει
ένας Κώστας για μία Μαρία που βήχει
σύμπτωση τρίτη ασύμπτωτες ιστορίες
ανθρώπων που αγαπήσαν μέσα σε έναν καμβά
γιατί οι λέξεις ήταν πιο αναπαυτικές και τους χωρούσαν
γιατί πάντα μέσα από ένα παράθυρο
το δάσος μοιάζει πιο γοητευτικό
καθώς βυθίζεται στην θάλασσα.

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Το πένθος του άλλου(περιοδικό Εμβόλιμο)

Το πένθος του άλλου
Δεν είναι ποτέ δικό μας λέμε
το μαύρο ακέφαλο φουστάνι
με τα κουμπιά μπροστά
σαν ψόφια μάτια
κι οι στρουθοκάμηλοι που ψάχνουν
ρωγμή να κρύψουν μέσα το κεφάλι
κι αφήνουν παντού τρομαγμένα πούπουλα
τους φόβους τους.
Όσα βλέπουμε συμβαίνουν συνήθως μακριά,
το φέρετρο, η κηδεία
οι γκρίζοι άντρες με την μεμβράνη "μη" ανάμεσα στα δάχτυλα
και κυρίως οι λέξεις
αυτές πάντα συμβαίνουν μακριά
γι αυτό και δεν ακούμε την ηχώ τους,
σαν τις γυναίκες με τις μαύρες μαντίλες στα νησιά
που στέκονται σε ένα ακρωτήρι και φωνάζουν
και ο αέρας τις παίρνει και τις σηκώνει μακριά
κι ύστερα όλο κάτι ακούμε να κλαίει το βράδυ στο μπαλκόνι.
Όμως αυτό εδώ το πένθος είναι δικό μου, φίλε.
Γι αυτό και θα το κάνω ότι θέλω.
Θα το πιώ, θα το μεθύσω,
θα το ταπεινώσω, θα το εξαργυρώσω,
θα κάνω έρωτα μαζί του σε γυμνό κρεβάτι
και μόνο το βράδυ θα φορέσω την μαύρη μου μαντίλα
θα σταθώ σε μόνο ακρωτήρι
και θα τελειώσω

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

το εισιτήριο ΙΙ

το εισιτήριο ΙΙ

Ξεκίνησα πάλι για ταξίδι।
Αυτή την φορά δεν ήσουν στο σταθμό।
Ο Άλλος ήταν και περίμενε।
Σ'έψαξα στο κορμί του
στα φιλιά του
στον τρόπο που με χάιδευες
έψαχνα εσένα,
στο σκοτάδι
στο άψυχο σπίτι
στο γυμνό κρεβάτι
στον Άλλο।
Σε σκότωσα, είπα τότε।
Μπορώ να πάρω το εισιτήριο
για τον επόμενο σταθμό।
Μα τότε απότομα ξεκίνησε το τρένο
οι ράγες οδηγούσαν μες στο σπίτι σου
ήσουν εκεί και με περίμενες।
Κοίταξα το εισιτήριο και κατάλαβα।
Δεν υπάρχει τρένο, ούτε σταθμός
μόνο άνθρωποι
που πάντα μέσα μας φοράμε।

Χλόη Κουτσουμπέλη (ανέκδοτο)

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Ιεροτελεστία

Γυναίκα σε καθρέφτη.
Φοράει μαύρες κάλτσες,
νυχτερίδες στο χιόνι του κορμιού της.
Ένας άντρας στέκεται κοντά της.
Δεν φαίνεται η αντανάκλασή του στο γυαλί.
Τα μάτια του έχουν ήδη φύγει.
Δεν μπορεί να δει
το τρίγωνο του φόβου της
τα ελάφια των ματιών της
τα σπαρταριστά περιστέρια των δαχτύλων της.
΄
Όπως κάθε βράδυ
τελευταία αποχωρούν τα χέριά του.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Το χάρτινο φιλί

Με χάρτινα χείλη φιλάει ο ποιητής
με χάρτινα δάχτυλα αγγίζει.
Όταν όμως ερωτεύεται,
πηχτή και κόκκινη η καρδιά του
κυλιέται ζωντανή στο χιόνι.

Ήταν

Χώμα ήταν.
Κορμί.
Τυφλά χείλη,
βουβά δάχτυλα.
Και δεν ήταν.
Λέξεις ήταν.
Σπίθες.
Άβυσσος ήταν.
Χαρακιά.
Ανάγκη ήταν.
Παιδική.
Μια κούκλα πάνινη
και λίγο ξεφτισμένη.
Ένωση ήταν.
Νερού.
Έρωτας ήταν.
Ακαριαίος.
Αγάπη ήταν.
Μοναχική.
Φιλί ήταν.
Άλικο νούφαρο
σε μιαν ακύμαντη λίμνη.

Eύα

Με παρέσυρε.
Πυκνά φυλλώματα, υγρά.
Δεν φορούσε πρόσωπο.
Άγγιξα τότε ένα φίδι, την καρδιά του.
Κι ευθύς κατρακύλησα στο χώμα.
Ούτε θεός ούτε διάβολος.
Στον Κήπο, τον αποκαλούσαν "άντρα".
Στο στόμα άφηνε γεύση μήλου σε αποσύνθεση.

Γη της επαγγελίας

Ι
Το ελάχιστό σου άγγιγμα
εκεί κοντά στο στόμα
ανεπαίσθητο, ολότελα αισθητό,
η μυρωδιά του μαζί μου όλο το βράδυ
βροχή από γιασεμί.

ΙΙΙ
Δεν με φοβίζει
που τούτο το μολύβι
δεν αφήνει μελάνι
αλλά ίχνη από λιωμένο ουρανό
ούτε με φοβίζει
πως αντί για χαρτί
γράφω πάνω στο κορμί σου,
ζεστή αμοιβάδα από μυρωμένο χαμομήλι
ολόγυρα, παντού.
Με φοβίζει μόνο
που κάποια μέρα
θα γράφω πάλι σε χαρτί
ποιήματα με μελάνι.

Το δωμάτιο

Ένα κρεβάτι διπλό και μια λεκάνη.
Πρώτα με πλένεις.
Δέκα δάχτυλα
μαύρα άλογα
αφηνιασμένα ιδρωμένα λαχανιάζουν
κοράκια φτερουγίζουν τρελαμένα
κόκκινοι λύκοι με μυρίζουν.
Με χαιδεύεις.
Ύστερα έρχεσαι.
Όπως ποτέ.
Όπως ξανά.
Στο πιο κρυφό δωμάτιο του κορμιού μου.

Η οικογένεια μου

Ο μπαμπάς μου φορούσε πάντα αδιάβροχο
και κρατούσε μια γκρίζα ομπρέλα για τον ήλιο,
αγαπούσε γυναίκες κι όλο έφευγε,
κι έπαιζε σε ταινίες κατασκόπων
τον ρόλο της κλειδαριάς στην πόρτα
ή του ανοιχτού παράθυρου
στη μέση μιας ερήμου.
Πολύ του άρεσαν πάντα τα καπέλα.
Η μαμά μου φορούσε όμορφα καπέλα
με ζωντανά ακέφαλα παγόνια να μαλώνουν.
Ο αδελφός μου ήταν κύκνος,
κρυστάλλινος και διάφανος,
σε χίλιες δυο μεριές του ραγισμένος
και τόσο, μα τόσο ανυπεράσπιστος,
που πάντα έμπαινα σε πειρασμό
να τον ρίξω κάτω, για να σπάσει.
Κι εγώ ήμουν αξιολάτρευτη,
στα άσπρα πάντοτε ντυμένη,
έτρωγα κέικ από μοναξιά,
σ' ένα ετοιμόρροπο καθόμουνα μπαλκόνι.
Ύστερα η μαμά χάθηκε μες στον καθρέφτη,
ο μπαμπάς αγάπησε ένα πουλί και πέταξε,
ο αδελφός μου παντρεύτηκε την Νύχτα
και το μπαλκόνι μου κατέρρευσε στη θάλασσα.
Κι από όλη την οικογένειά μου,
απόμεινε μόνο ένα άλμπουμ με σκιές
να κυνηγούν ατέρμονα η μια την άλλη μες στη νύχτα.

Ροτόντα

Ροτόντα

Ροτόντα.
Μεσημέρι προς βράδυ.
Ψιχαλίζει μικρά πουλιά.
Δεν με αγγίζεις.

Είσαι ολόκληρος μέσα μου.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Aντιγόνη ΙΙΙ

Μην σε φοβίζει η σιωπή.
Οι ήχοι πάντα αγροικούν
η νύχτα είναι μεγάλη
τα κυνηγόσκυλα του χρόνου
τρέχουν πιο γρήγορα από μας.
Ευπρόσδεκτος ο τάφος, Αντιγόνη.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

ΠΟΙΗΣΗ
Είναι εκείνο το πρώτο αυγό στρουθοκαμήλου
που κάποτε στην έρημο
γέμισες με νερό
κι έθαψες κάτω από την άμμο.
Επτά εκατομμύρια χρόνια
άλλοτε στα τέσσερα, μετά στα δύο,
με άκρα κοντά, με άκρα μακριά
με τρίχες και χωρίς
έτρεχες, ζευγάρωνες, έτρωγες, πάλευες,
κρύωνες, ζεσταινόσουν, πέθαινες.
Και ύστερα αιφνίδια ένα άδειο κέλυφος αυγού
με νερό κάτω απ' την άμμο.
Προνόησες ότι θα ξαναπεράσεις διψασμένος από κει.
Επτά εκατομμύρια χρόνια μέχρι να φανταστείς.
Τώρα χαράζεις στις σπηλιές τον φόβο σου
στέκεσαι όρθιος πια στα πόδια σου
και το κεφάλι σου ατενίζει το φεγγάρι,
τα βράδια αγκαλιά μού ψιθυρίζεις λόγια
κι όταν με χάνεις πάλι με λέξεις κλαις.
Επτά εκατομμύρια χρόνια για να μου πεις το «σ' αγαπώ».
Έχει αρχίσει πια το παραμύθι της ζωής.