Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Ιεροτελεστία

Γυναίκα σε καθρέφτη.
Φοράει μαύρες κάλτσες,
νυχτερίδες στο χιόνι του κορμιού της.
Ένας άντρας στέκεται κοντά της.
Δεν φαίνεται η αντανάκλασή του στο γυαλί.
Τα μάτια του έχουν ήδη φύγει.
Δεν μπορεί να δει
το τρίγωνο του φόβου της
τα ελάφια των ματιών της
τα σπαρταριστά περιστέρια των δαχτύλων της.
΄
Όπως κάθε βράδυ
τελευταία αποχωρούν τα χέριά του.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Το χάρτινο φιλί

Με χάρτινα χείλη φιλάει ο ποιητής
με χάρτινα δάχτυλα αγγίζει.
Όταν όμως ερωτεύεται,
πηχτή και κόκκινη η καρδιά του
κυλιέται ζωντανή στο χιόνι.

Ήταν

Χώμα ήταν.
Κορμί.
Τυφλά χείλη,
βουβά δάχτυλα.
Και δεν ήταν.
Λέξεις ήταν.
Σπίθες.
Άβυσσος ήταν.
Χαρακιά.
Ανάγκη ήταν.
Παιδική.
Μια κούκλα πάνινη
και λίγο ξεφτισμένη.
Ένωση ήταν.
Νερού.
Έρωτας ήταν.
Ακαριαίος.
Αγάπη ήταν.
Μοναχική.
Φιλί ήταν.
Άλικο νούφαρο
σε μιαν ακύμαντη λίμνη.

Eύα

Με παρέσυρε.
Πυκνά φυλλώματα, υγρά.
Δεν φορούσε πρόσωπο.
Άγγιξα τότε ένα φίδι, την καρδιά του.
Κι ευθύς κατρακύλησα στο χώμα.
Ούτε θεός ούτε διάβολος.
Στον Κήπο, τον αποκαλούσαν "άντρα".
Στο στόμα άφηνε γεύση μήλου σε αποσύνθεση.

Γη της επαγγελίας

Ι
Το ελάχιστό σου άγγιγμα
εκεί κοντά στο στόμα
ανεπαίσθητο, ολότελα αισθητό,
η μυρωδιά του μαζί μου όλο το βράδυ
βροχή από γιασεμί.

ΙΙΙ
Δεν με φοβίζει
που τούτο το μολύβι
δεν αφήνει μελάνι
αλλά ίχνη από λιωμένο ουρανό
ούτε με φοβίζει
πως αντί για χαρτί
γράφω πάνω στο κορμί σου,
ζεστή αμοιβάδα από μυρωμένο χαμομήλι
ολόγυρα, παντού.
Με φοβίζει μόνο
που κάποια μέρα
θα γράφω πάλι σε χαρτί
ποιήματα με μελάνι.

Το δωμάτιο

Ένα κρεβάτι διπλό και μια λεκάνη.
Πρώτα με πλένεις.
Δέκα δάχτυλα
μαύρα άλογα
αφηνιασμένα ιδρωμένα λαχανιάζουν
κοράκια φτερουγίζουν τρελαμένα
κόκκινοι λύκοι με μυρίζουν.
Με χαιδεύεις.
Ύστερα έρχεσαι.
Όπως ποτέ.
Όπως ξανά.
Στο πιο κρυφό δωμάτιο του κορμιού μου.

Η οικογένεια μου

Ο μπαμπάς μου φορούσε πάντα αδιάβροχο
και κρατούσε μια γκρίζα ομπρέλα για τον ήλιο,
αγαπούσε γυναίκες κι όλο έφευγε,
κι έπαιζε σε ταινίες κατασκόπων
τον ρόλο της κλειδαριάς στην πόρτα
ή του ανοιχτού παράθυρου
στη μέση μιας ερήμου.
Πολύ του άρεσαν πάντα τα καπέλα.
Η μαμά μου φορούσε όμορφα καπέλα
με ζωντανά ακέφαλα παγόνια να μαλώνουν.
Ο αδελφός μου ήταν κύκνος,
κρυστάλλινος και διάφανος,
σε χίλιες δυο μεριές του ραγισμένος
και τόσο, μα τόσο ανυπεράσπιστος,
που πάντα έμπαινα σε πειρασμό
να τον ρίξω κάτω, για να σπάσει.
Κι εγώ ήμουν αξιολάτρευτη,
στα άσπρα πάντοτε ντυμένη,
έτρωγα κέικ από μοναξιά,
σ' ένα ετοιμόρροπο καθόμουνα μπαλκόνι.
Ύστερα η μαμά χάθηκε μες στον καθρέφτη,
ο μπαμπάς αγάπησε ένα πουλί και πέταξε,
ο αδελφός μου παντρεύτηκε την Νύχτα
και το μπαλκόνι μου κατέρρευσε στη θάλασσα.
Κι από όλη την οικογένειά μου,
απόμεινε μόνο ένα άλμπουμ με σκιές
να κυνηγούν ατέρμονα η μια την άλλη μες στη νύχτα.

Ροτόντα

Ροτόντα

Ροτόντα.
Μεσημέρι προς βράδυ.
Ψιχαλίζει μικρά πουλιά.
Δεν με αγγίζεις.

Είσαι ολόκληρος μέσα μου.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Aντιγόνη ΙΙΙ

Μην σε φοβίζει η σιωπή.
Οι ήχοι πάντα αγροικούν
η νύχτα είναι μεγάλη
τα κυνηγόσκυλα του χρόνου
τρέχουν πιο γρήγορα από μας.
Ευπρόσδεκτος ο τάφος, Αντιγόνη.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

ΠΟΙΗΣΗ
Είναι εκείνο το πρώτο αυγό στρουθοκαμήλου
που κάποτε στην έρημο
γέμισες με νερό
κι έθαψες κάτω από την άμμο.
Επτά εκατομμύρια χρόνια
άλλοτε στα τέσσερα, μετά στα δύο,
με άκρα κοντά, με άκρα μακριά
με τρίχες και χωρίς
έτρεχες, ζευγάρωνες, έτρωγες, πάλευες,
κρύωνες, ζεσταινόσουν, πέθαινες.
Και ύστερα αιφνίδια ένα άδειο κέλυφος αυγού
με νερό κάτω απ' την άμμο.
Προνόησες ότι θα ξαναπεράσεις διψασμένος από κει.
Επτά εκατομμύρια χρόνια μέχρι να φανταστείς.
Τώρα χαράζεις στις σπηλιές τον φόβο σου
στέκεσαι όρθιος πια στα πόδια σου
και το κεφάλι σου ατενίζει το φεγγάρι,
τα βράδια αγκαλιά μού ψιθυρίζεις λόγια
κι όταν με χάνεις πάλι με λέξεις κλαις.
Επτά εκατομμύρια χρόνια για να μου πεις το «σ' αγαπώ».
Έχει αρχίσει πια το παραμύθι της ζωής.